Η απίστευτη περιπέτεια του Χουάν (16)


του Γεώργιου Φράγκου

Ο Πατέρας Τζιοβάνι έκλεισε ήρεμος τα μάτια του σαν να έβαζε σε τάξη όλες τις σκέψεις που είχε μέσα στο μυαλό του. Έσμιξε τις παλάμες του και έμπλεξε τα δάχτυλα του αναμεταξύ τους ενώ οι δυο αντίχειρες συγκρούονταν μεταξύ τους νευρικά.
«Ξέρεις Φραντσέσκο βρίσκομαι σε αυτόν τον καταραμένο τόπο σχεδόν είκοσι χρόνια. Στο Σαν Πέδρο είμαι δέκα επτά και ακόμα την χάρη Του δεν την έχω νιώσει. Το μόνο που έχω δει εδώ είναι όνειρα να σαπίζουν από την υγρασία, από τα νερά του Ριο Νέγρο, από τις βροχές. Πνίγονται όλα στον βούρκο αυτού του τόπου. Βλέπεις την λάμψη στα μάτια των ανθρώπων λίγο λίγο να χάνεται, χρόνο με τον χρόνο, λεπτό με το λεπτό και αναρωτιέμαι τι κάνω εγώ για να τους βοηθήσω. Γιατί γι’ αυτό τον λόγο είμαι εδώ Φραντσέσκο. Ίσως να με κοροϊδέψεις, αλλά έχω αρχίσει και εγώ να πιστεύω στα δικά τους παράδοξα, στον άνεμο, στη βροχή, στους Καϊμάν. Ξέρω τι θα σκέφτεσαι, αλλά έτσι είναι, αφομοιώνεσαι με τους ντόπιους και αφομοιώνεις ένα μέρος από τα δικά τους πιστεύω. Εχθές το βράδυ ήρθε στην εκκλησία η μητέρα του Χουάν. Μπήκε μέσα σαν την γάτα, αθόρυβα. Πλησίασε την εικόνα την Παναγιάς και προσκύνησε. Κάτι μουρμούρισε, δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπο της, σαν κάτι να της απάντησε. Την ίδια στιγμή ένας απαλός άνεμος φύσηξε και έσβησε όλα τα κεριά εκτός από αυτό που ήταν δίπλα στην εικόνα της Παναγίας. Είδα την Νοϊκά να χαμογελάει με μια πίκρα στα χείλη. Από καθαρή περιέργεια την πλησίασα και τη ρώτησα τι συμβαίνει. Μου είπε πως ο Χουάν πρέπει να φύγει αύριο από το Σαν Πέδρο, αλλά θα γυρίσει γρήγορα. Τη ρώτησα ποιος της τα είπε αυτά και ξέρεις τι μου απάντησε. Ο άνεμος! Είχε μια γλυκιά, απαλή φωνή που την καθησύχασε πως όλα θα πάνε καλά. Φραντσέσκο κατάλαβες, για πρώτη φορά εδώ και είκοσι χρόνια ένιωσα τη Χάρη του». Ο ιερέας σιώπησε και το πρόσωπο του σαν να σκοτείνιασε για δευτερόλεπτα, αλλά την ίδια στιγμή ανέκτησε πλήρως την προηγούμενη αυτοκυριαρχία του και ρώτησε απότομα τον Ιταλοβρετανό εξερευνητή.
«Πόσο καιρό εξερευνάς νέους τόπους Φραντσέσκο;»
«Εφτά με οχτώ χρόνια».
«Και δεν πρέπει να είσαι πάνω από τριάντα εφτά;»
«Τριάντα τρία είμαι».
«Μάλιστα!! Ε λοιπόν φίλε μου κάνε την αφαίρεση και θα βρεις την απάντηση για το αν είμαι ένας αφελής ιερέας που αφήνει έναν εικοσάχρονο να εξερευνήσει τον κόσμο!»
Ο Φραντσέσκο σούφρωσε τα χείλη του αμίλητος καθώς έβλεπε ένα πονηρό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του Πατέρα Τζιοβάνι καθώς τον άφηνε πίσω του και βάδιζε προς το λιμάνι, που από ώρα το πλοίο είχε δέσει.
Ο ιερέας πλησίασε πατέρα και γιο που στεκόντουσαν αμίλητοι, κοιτάζοντας ερευνητικά ο ένας τον άλλον, κοντοστάθηκε και με μια σβέλτη κίνηση πήρε στην αγκαλιά του την Μπλάνκα και την απομάκρυνε, ξεκινώντας να της λέει διάφορες ιστορίες που άφηναν την μικρή με ορθάνοιχτο το στόμα και με γουρλωμένα τα μάτια.
«Τώρα εσύ θα μου πεις να γυρίσω στο σπίτι γιατί με χρειάζεται η οικογένεια!»
Ο Αλβάρο πήρε μια ανάσα σηκώνοντας το κεφάλι του προς τον ουρανό ενώ στο πρόσωπο του σχηματίστηκε μια έκφραση που έλεγε πολλά.
«Ξέρεις η μητέρα σου είναι παράξενος άνθρωπος, έχει κάτι που σε δεσμεύει, που σε κάνει να νιώθεις πως κάθε τι που θα πεις είναι λάθος και μακριά από αυτό που η ίδια έχει αποφασίσει». Ο Αλβάρο έκανε ένα μικρό βήμα προς το πλοίο που παλάντζαρε μαλακά πάνω στο νερό.
«Η Νοϊκά δεν έχει φύγει πότε από την ζούγκλα, το ήξερες αυτό; Το πιο κοντινό σε πολιτισμό που έχει δει είναι το Σαν Πέδρο». Ο Χουάν κούνησε το κεφάλι του παραδεχόμενος πως δεν ήξερε αυτήν την λεπτομέρεια.
«Είναι χαρακτηριστικό της ηλικίας. Αν και είστε παιδιά μας δεν ρωτάτε ποτέ για εμάς. Δεν σας ενδιαφέρει, αδιαφορείτε πλήρως για το τι κάνουμε, πως έχουμε φτάσει εδώ που έχουμε φτάσει, ποιες είναι οι εμπειρίες μας από την ζωή. Εσύ με βλέπεις σαν έναν αγροίκο, που ζει στην μέση του πουθενά, σε μια πόλη -ο Θεός να την κάνει- που κάνει δουλειές του ποδαριού για να τα φέρει βόλτα. Δεν βλέπεις σε όλο αυτό καμία περιπέτεια!
Κι όμως Χουάν, μια περιπέτεια με έφερε εδώ».
«Ε πατριώτη αργεί να φύγει το καράβι;» ρώτησε ο Αλβάρο έναν ναύτη που στεκόταν στην πλώρη διακόπτοντας απότομα αυτά που έλεγε στον γιο του. Ο κατσουφιασμένος ναύτης αναστέναξε βαριεστημένος, λες και η απάντηση που έπρεπε να δώσει ήταν η πιο βαριά εργασία που θα μπορούσε να του τύχει. Τέλος απάντησε πως σε μισή ώρα θα έχουν φύγει και ξαναέπεσε στην άσκοπη περισυλλογή του κοιτώντας το κενό.
«Είδα τη μητέρα σου στην πρώτη κιόλας εξερεύνηση μου στη ζούγκλα για χρυσό, πρέπει να έχουν περάσει σχεδόν εικοσιτέσσερα χρόνια. Ήμασταν όλοι λασπωμένοι μέχρι το κόκαλο, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε έστω κάποιο ψήγμα χρυσού που απλά θα μας ανακούφιζε από την ένδεια. Στην Ισπανία πιστεύαμε πως η Σαβαρτίδ θα μας έκανε πλούσιους και γι’ αυτό ήρθαμε. Τότε ήρθε εκείνη μαζί με κάποιους από τη φυλή της για να δουν τι κάναμε εκεί. Τα έχασα, ήταν πανέμορφη».
Ο Χουάν άκουγε τον πατέρα του κοιτώντας τον μέσα στα μάτια ενώ ένα γλυκό χαμόγελο είχε απλωθεί πάνω σε όλο του του πρόσωπο.
«Δεν άκουσα κανέναν, δεν φοβήθηκα τίποτα, πήγα στο χωρίο και χωρίς ίχνος φόβου, αλλά με απίστευτο θράσος είπα στον πατέρα της πως ήθελα η Νοϊκά να γίνει γυναίκα μου. Ο πατέρας της απλά συμφώνησε αμέσως! Το πιστεύεις;» Ο Χουάν κούνησε το κεφάλι του μην πιστεύοντας αυτά που του έλεγε ο πατέρας του.

Συνεχίζεται…

Ο Γιώργος Φράγκος γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε ως την ενηλικίωσή του στη Βενεζουέλα. Ταξίδεψε και γνώρισε χώρες όπως η Βραζιλία, η Κολομβία, ο Ισημερινός και η Ινδία στην οποία αντάμωσε φωτισμένους ανθρώπους που για οχτώ χρόνια μαθήτευσε μαζί τους και άλλαξαν τη στάση ζωής του.
Ο γυρισμός στην Ελλάδα τον βοήθησε να αποπειραθεί να γράψει το πρώτο μυθιστόρημά του.
Συνεργάστηκε με την free press εφημερίδα press4all (στην θέση του αρχισυντάκτη – χρονικογράφου), με την ATHENS VOICE, Lifo και το περιοδικό ΓΡΑΦΙΣΤΑΣ. Διηγήματά του επίσης έχουν δημοσιευθεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό The Machine και Anemos Magazine. Το μυθιστόρημά του «Ο Άνθρωπος που Έχασε το Είδωλο του» -που είναι το πρώτο του βιβλίο- έχει βραβευθεί με έπαινο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και το διήγημα του «Πόλεμος στην Πορτοκαλί Πόλη» έχει βραβευθεί στον λογοτεχνικό διαγωνισμό της Κοβεντάρειου Βιβλιοθήκης.

Στις 21 Οκτωβρίου 2017, ο Γεώργιος Φράγκος παρουσίασε στον ΙΑΝΟ στη Σταδίου το νέο του βιβλίο με τίτλο «Ο άνθρωπος που έχασε το είδωλό του», Εκδόσεις Ταξιδευτής

Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Το είδωλο ενός ανθρώπου ξεριζώνεται μέσα από τον καθρέφτη και εμφανίζεται μπρος του.
Το πλασματικό είδωλο, το άλλο εγώ, το επιθυμητό, το ιδανικά πλασμένο.
Το παράδοξο ξενίζει αλλά γίνεται αποδεκτό ως φυσιολογικό, όμως το είδωλο, που ξεκινάει να γνωρίζει την ζωή, θέλει περισσότερα, γίνεται άπληστο και θέλει να αποκτήσει με κάθε κόστος την θέση του στην πραγματικότητα.
Ένας έρωτας όμως έρχεται να ανατρέψει την ιστορία, όλα ξαφνικά αλλάζουν, οι χαρακτήρες, οι άνθρωποι, η ιστορία.
Η διεκδίκηση της ζωής, αυτής που σαν δώρο μας έχει δοθεί, γίνεται δυνατή μόνον όταν συνειδητοποιηθεί το γεγονός πως μπορεί να χαθεί.
Μέσα από αυτό το κοινωνικό θρίλερ και τους συμβολισμούς του αναδεικνύεται η καλά κρυμμένη δύναμη της ψυχής του καθενός. Κι αυτή η δύναμη πολλαπλασιάζεται από τον έρωτα που λειτουργεί σαν μοχλός ανακίνησης της σκέψης, της απόφασης, της ανθρώπινης άμυνας και λειτουργίας.

Μπορείτε να πλοηγηθείτε στη σελίδα του ή να βρείτε τον Γιώργο Φράγκο στο Facebook


Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published. Email and Name is required.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.