Η απίστευτη περιπέτεια του Χουάν (1)


του Γεώργιου Φράγκου

Το όνειρο που ξύπνησε τον Χουάν πριν μια εβδομάδα ήταν προφητικό. Κι όμως μέχρι εκείνη την ημέρα δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι το ξεκίνημά της θα τον έπαιρνε μακριά από το Σαν Πέδρο ντε Ριο Νέγκρο. Μια πόλη στη μέση του Αμαζονίου στα σύνορα της Σαβαρτίδ με τη Μιδιγάρδ και την Ορινούκα.
Βέβαια το να χαρακτηρίσει κάποιος το Σαν Πέδρο πόλη είναι από μόνο του κάτι που σίγουρα σε κατατάσσει σε άνθρωπο με υπερβολικά μεγάλη και αισιόδοξη φαντασία. Ωστόσο αυτή η κατ’ ευφημισμό πόλη έχει μια αρκετά μεγάλη και ευρύχωρη εκκλησία.
Ο αρχιτέκτονας που τη σχεδίασε, αλλά και η απόφαση της επισκοπής της Σαβαρτίδ να φτιάξει αυτόν τον μεγάλο ναό στη μέση της ζούγκλας του Αμαζονίου σίγουρα αποσκοπούσε κάπου, όμως πλέον, αυτός ο σκοπός φαίνεται να έχει ξεχαστεί. Τα υπόλοιπα, ελάχιστα, πλίνθινα σπιτάκια με τις τσίγκινες σκεπές που είναι διασκορπισμένα στους τριάντα καταγεγραμμένους δρόμους της, που δημιουργούν και το οδικό δίκτυο της, είναι ότι χαρακτηρίζει αυτήν την πόλη μαζί με το τεράστιο χωμάτινο αεροδρόμιο της. Άλλο ένα επίτευγμα στρατηγικού σχεδιασμού, ελπίδας και χαμένων χρημάτων της εκάστοτε κυβέρνησης ότι το Σαν Πέρδο θα μεταμορφωνόταν ως δια μαγείας σε μια κωμόπολη του Αμαζονίου χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια άλλη πρόβλεψη και παροχή.
Η φυλή των Γιανομάμι και των Μπενίουα είναι η πλειοψηφία των κατοίκων της πέρα από κάποιους δεκάδες Ισπανούς που ξέμειναν εδώ από την εποχή του Κολόμβου, ψάχνοντας πιθανόν για το μυθικό Ελ Ντοράντο ή για τους λιγότερο μυθικούς πολύτιμους λίθους του ποταμού Ριο Νέγκρο, που βέβαια μόνο σε αφθονία δεν υπάρχουν.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα και με το Φουέρτε ντε σαν Κάρλος να δεσπόζει στην απέναντι ακτή, το Σαν Πέδρο ντε Ρίο Νέγκρο δείχνει να έχει αποδεχθεί την μοίρα του σαν ο απόλυτος κομπάρσος της περιοχής.
Ωστόσο όλα αυτά δεν αφορούν σε κανέναν βαθμό τους κατοίκους ούτε και τον Χουάν παρά μόνο κάποιους διάττοντες πολιτικούς που προσπαθούν να πετύχουν κάτι στην σύντομη σταδιοδρομία τους που ακόμα οι κάτοικοι του Σαν Πέδρο δεν έχουν αντιληφθεί.
Μπορεί – όπως τους λένε με επιμονή – να φταίνε και οι ίδιοι που δεν μπορούν να καταλάβουν, γιατί ακόμη ζουν πρωτόγονα, με τις παραδόσεις των προγόνων καλά φυλαγμένες μέσα στις τελετές τους, με καλάμια να εξέχουν από τα τρυπημένα χείλη τους και τα πρόσωπα τους βαμμένα με κόκκινες γραμμές. Και αυτό είναι ένας ακόμα λόγος που η εκκλησία του Σαν Πέρδο δείχνει παράδοξα μεγάλη σε αυτόν τον τόπο.
Οι ινδιάνοι βέβαια αγαπάνε τον άνθρωπο που δείχνει να υποφέρει στον σταυρό αλλά δεν θέλουν να τον επισκέπτονται τόσο συχνά.
Ο Χουάν με τα δεκαέξι χρόνια ζωής του, μεγάλωσε σε αυτόν τον τυλιγμένο από ζούγκλα και νερό τόπο. Άκουγε τους παπαγάλους να φωνάζουν και έβλεπε τα παραδείσια πουλιά να πετούν από δέντρο σε δέντρο καθώς το νερό του ποταμού κυλούσε αέναα προς τον νότο.
Παιδί Ισπανού και Ινδιάνας είχε λάβει και από τους δύο τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά τους. Τα πράσινα μάτια του σε συνδυασμό με το σκουρόχρωμο δέρμα του τον έκαναν να ξεχωρίζει από τα άλλα παιδιά του χωρίου, δηλαδή τα υπόλοιπα εκατονεικοσιεπτά.
Το σχολείο δεν κατάφερε να το τελειώσει… για να πούμε την αλήθεια πήγε μόνο στις δύο πρώτες τάξεις. Μετά από την αποφοίτησή του η μητέρα του τον κράτησε σπίτι τρομοκρατημένη χωρίς να δέχεται κουβέντα πάνω σε αυτό το ζήτημα από τον σύζυγο της. Η αιτία για την απότομη διακοπή των σπουδών του Χουάν ήταν τα περίεργα βιβλία που κουβαλούσε στο σπίτι ο γιος της, τη φόβιζαν και συνέχεια προσευχόταν στους θεούς της.
Ο Αλβάρο μην μπορώντας να αντέξει άλλο τη μουρμούρα των προσευχών αποφάσισε πως καλύτερα θα ήταν για την υγεία όλων, ο Χουάν πράγματι να μην ξαναπατήσει στο διαολεμένο αυτό σχολείο! Έτσι η ζωή του μικρού κινούνταν ανάμεσα στο σπίτι του, στο σπίτι των παππούδων του και στις παρυφές της ζούγκλας που κύκλωναν τον Σαν Πέδρο ντε Ρίο Νέγκρο. Βέβαια αυτή η καθημερινότητα άλλαζε αρκετές φορές μιας και ο μικρός Χουάν -αφού δεν είχε τι άλλο να κάνει και με ποιον να παίξει- περνούσε πολλές ώρες στην εκκλησία της πόλης. Μαγευόταν από τις ιστορίες του κληρικού Τζιοβάνι και τις κρατούσε καλά στην μνήμη του ώστε να μπορεί να τις αφηγηθεί όσο πιο καλά μπορούσε στην μητέρα του.
«Σενιόρα μαμά …» Είπε ο Χουάν που θεωρούσε την προσφώνηση Σενιόρα πολύ μεγάλο τίτλο τιμής, αφού άκουγε τον πατέρα του να προσφωνεί κατά αυτόν τον τρόπο όλες τις κυρίες που έβλεπε και έτσι και αυτός με την σειρά του τον χρησιμοποιούσε όπου μπορούσε.
«Σενιόρα μαμά σήμερα έμαθα ότι ο Ιησούς κατάφερε να ταΐσει με ψωμί και ψάρι, που έβγαζε από δυο άδεια καλάθια, εκατοντάδες κόσμο! Έκανε λέει πολλά θαύματα και ο πάτερ Τζιοβάνι μού έδειξε το σώμα του στον σταυρό!» Είχε αφηγηθεί ενθουσιασμένος την πρώτη μέρα που γύρισε από την εκκλησία και αμέσως η Νοϊκά έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε στον θεό του δάσους που διώχνει τα κακά πνεύματα από το σπίτι.

Συνεχίζεται…

* Ο Γεώργιος Φράγκος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε οδοντοτεχνίτης όπου μέχρι και σήμερα συνεχίζει να ασκεί το επάγγελμα. Για ένα διάστημα βρέθηκε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα press4all ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες Athens Voice, Lifo και Βήμα. Διηγήματά του επίσης έχουν δημοσιευθεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό The Machine και Anemos Magazine.
Το βιβλίο του «Ο Άνθρωπος που Έχασε το Είδωλο του» έχει βραβευθεί με έπαινο από τον λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και το διήγημα του «Πόλεμος στην Πορτοκαλί Πόλη» έχει λάβει το πέμπτο βραβείο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό της Κοβεντάρειου βιβλιοθήκης.
Από το 2000 που ασχολείται με την συγγραφή έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα και διηγήματα.


    Αφήστε μια απάντηση

    Your email address will not be published. Email and Name is required.

    Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.